Πολτάβα

Πολτάβα
Πόλη στην Ουκρανία, στη δεξιά όχθη του ποταμού Βόρσκλα. Η πόλη έχει αναπτυγμένη βιομηχανία δερμάτων, οινοπνευματοποιίας, υφασμάτων, ξύλου και τροφίμων. Διαθέτει πολλές επαγγελματικές πρακτικές σχολές και αξιόλογα μουσεία. Σε απόσταση 5 χλμ. ΒΑ της Π. έχει ανεγερθεί μνημείο σε ανάμνηση της μάχης της Π. Στη διάρκεια του Ευρωπαϊκού πόλεμου, η πόλη κυριεύτηκε από τη γερμανική στρατιά του Λίνζιγκεν (29 Μαρτίου 1918). Π., μάχη της. Η Π. είναι γνωστή για τη μάχη που έγινε εκεί, ανάμεσα στο βασιλιά της Σουηδίας Κάρολο IB΄ και τον Πέτρο τον Μέγα, τον χειμώνα του 1709. Όταν ο Κάρολος μπήκε στην Ουκρανία, ο τσάρος Πέτρος ο Μέγας, με συνεχείς μάχες, φρόντισε να εξασθενίσει το σουηδικό στρατό, ο οποίος δεν μπορούσε να ενισχυθεί από τη Σουηδία. Παρά το γεγονός αυτό ο Κάρολος, με τη βοήθεια των Κοζάκων του πρίγκιπα Μαζέπα, πολιόρκησε την Π., βάση ανεφοδιασμού του ρωσικού στρατού. Η πόλη, ως μόνη οχύρωση, είχε λίγα προχώματα. Την υπερασπίζονταν 5.000 Ρώσοι υπό τις διαταγές του πρίγκιπα Μεντζικόφ. Με τις συνθήκες αυτές θα είχε ασφαλώς κυριευτεί, αν δεν έφτανε ο Μέγας Πέτρος επικεφαλής 70.000 αντρών. Στις 27 Ιουνίου 1709 ο Κάρολος επιτέθηκε, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, ενώ δε γύριζε στο στρατόπεδο του, τραυματίστηκε σοβαρά στο πόδι. Ο Κάρολος όμως επέμενε στην προσπάθειά του. Γι’ αυτό στις 8 Ιουλίου, επιτέθηκε και πάλι εναντίον της Π., μπήκε μάλιστα ο ίδιος επικεφαλής του στρατού του (μέσα σε φορείο) και κατόρθωσε να διασκορπίσει το ρωσικό ιππικό. Οι προσπάθειες του τσάρου και του στρατηγού Μεντζικόφ να ανασυγκροτήσουν το ιππικό τους, δεν πέτυχαν. Παράλληλα όμως, το σουηδικό ιππικό, που στάλθηκε να προσβάλει από τα πλάγια τους Ρώσους, παραπλανήθηκε και διασκορπίστηκε. Δόθηκε τότε η ευκαιρία στον τσάρο να ανασυντάξει τα στρατεύματά του και να επιτεθεί εναντίον των Σουηδών, οι οποίοι άρχισαν να υποχωρούν. Η νίκη των Ρώσων υπήρξε αποφασιστική. Οι περισσότεροι Σουηδοί αιχμαλωτίστηκαν, ο Κάρολος μπόρεσε να διαφύγει και να σωθεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Κοτλιαρέφσκι, Ιβάν Πέτροβιτς — (Ivan Petrovich Kotlyarevsky,Πολτάβα 1769 – 1838). Ουκρανός συγγραφέας. Ήταν ο πρώτος που έγραψε στη γλώσσα της πατρίδας του μετά την κατάλυση της ουκρανικής ανεξαρτησίας και γι’ αυτό θεωρείται σήμερα ο θεμελιωτής της εθνικής φιλολογίας της… …   Dictionary of Greek

  • Ουκρανία — Κράτος της ανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με την Πολωνία, Β με τη Λιθουανία, ΒΑ με τη Ρωσία, ΝΔ με τη Σλοβακία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και τη Μολδαβία, και στα Ν βρέχεται από την Αζοφική και από τη Μαύρη θάλασσα (Εύξεινο Πόντο).Ο. σημαίνει… …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

  • αγροτικά κινήματα και εξεγέρσεις — Γενικά με τον όρο αυτό νοούνται οι μαζικοί και βίαιοι αγώνες που διεξάγει η αγροτική τάξη για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Οι αγώνες αυτοί έχουν χαρακτήρα άλλοτε αιφνίδιο, αυθόρμητο και ανοργάνωτο (εξεγέρσεις) και άλλοτε καλύτερα… …   Dictionary of Greek

  • Αχμέτ — I Όνομα διαφόρων ηγεμόνων κρατών της ανατολικής Ασίας, τα οποία κατοικήθηκαν στη διάρκεια των 13ου και 14ου αι. από μογγολικές φυλές. Α. λεγόταν επίσης και ένας σάχης του Ιράν (Ταυρίδα 1898 – Παρίσι 1930). Διαδέχτηκε στον θρόνο τον πατέρα του… …   Dictionary of Greek

  • Γκόγκολ, Νικολάι Βασίλιεβιτς — (Nikolay Vasilyevich Gogol, Σοροστσίντσι, Πολτάβα 1809 – Μόσχα 1852). Ρώσος συγγραφέας. Καταγόταν από πατριαρχική οικογένεια Ουκρανών κοζάκων, έζησε έως δώδεκα ετών στο μικρό πατρικό υποστατικό της Βασιλιέβκα και αργότερα φοίτησε στο γυμνάσιο του …   Dictionary of Greek

  • Γκούρβιτς, Αλεξάντρ Γκαμπρίλοβιτς — (Aleksandr Gabrilovich Gurvich,Πολτάβα 1847 – Μόσχα 1954). Ρώσος βιολόγος. Σπούδασε στο Μόναχο και εργάστηκε στο Στρασβούργο και στη Βέρνη έως το 1906. Διετέλεσε επίσης καθηγητής στην Πετρούπολη (1907 18) και στη Μόσχα (1925 30), όπου διορίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • Ζοστσένκο, Μιχαήλ Μιχαήλοβιτς — (Mikhail Mikhailovich Zoshchenko, Πολτάβα 1895 – Λένινγκραντ [Αγία Πετρούπολη] 1958). Ρώσος συγγραφέας. Πήρε μέρος στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο και αρρώστησε βαριά από τα γερμανικά ασφυξιογόνα. Άσκησε διάφορα επαγγέλματα και το 1921 δημοσίευσε τα… …   Dictionary of Greek

  • Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… …   Dictionary of Greek

  • Κορολένκο, Βλαντιμίρ Γκαλακτιόνοβιτς — (Vladimir Galaktionovich Korolenko, Ζιτομίρ 1853 – Πολτάβα 1921). Ρώσος συγγραφέας. Φοίτησε στα πανεπιστήμια της Αγίας Πετρούπολης και της Μόσχας, απ’ όπου αποβλήθηκε και αργότερα συνελήφθη για τις φιλελεύθερες ιδέες του (1879) και εξορίστηκε στη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”